αποπλανώ — αποπλανώ, αποπλάνησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: αποπλανώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποπλανώ — (AM ἀποπλανῶ, άω, Α κ. έω) νεοελλ. 1. ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις, παρασύρω, ξελογιάζω γυναίκα 2. ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανηλίκου ή πνευματικά ανάπηρου προσώπου αρχ. Ι. 1. εκτρέπω από την ευθεία, απομακρύνω από το κύριο θέμα 2.… … Dictionary of Greek
αποπλανώ — ησα, ήθηκα, ημένος, παρασύρω, ξεπλανεύω, ξεμυαλίζω, διαφθείρω: Η κατηγορία ήταν ότι είχε αποπλανήσει ανήλικο κορίτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγιαρντίζω — αποπλανώ, εξαπατώ, ξελογιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ayardim, αόρ. τού ρ. ayartmak] … Dictionary of Greek
ξεπλανεύω — αποπλανώ, διαφθείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπλανώ + κατάλ. εύω] … Dictionary of Greek
αδικώ — (Α ἀδικῶ έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τόν βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια ή αγώνες) παίζω αντικανονικά 3. αποπλανώ, διαφθείρω 4. καταστρέφω 5. βλάπτω την υγεία … Dictionary of Greek
αποπλάζω — ἀποπλάζω (Α) [πλάζω] Ι. αποπλανώ, εκτρέπω II. ( ομαι) 1. απομακρύνομαι, περιπλανιέμαι μακριά από κάπου 2. (για πράγματα) εκτινάσσομαι … Dictionary of Greek
ατιτάλλω — ἀτιτάλλω (Α) 1. ανατρέφω, ανασταίνω, μεγαλώνω 2. περιποιούμαι κάποιον 3. αποπλανώ, παρασύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αταλός*, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek
αφιονίζω — [αφιόνι] 1. ναρκώνω κάποιον με αφιόνι 2. μτφ. α) αποπλανώ, εξαπατώ β) εμποτίζω κάποιον με ορισμένες ιδέες, φανατίζω … Dictionary of Greek
διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… … Dictionary of Greek